- ἐλατῆρ'
- ἐλατῆρα , ἐλατήρdrivermasc acc sgἐλατῆρι , ἐλατήρdrivermasc dat sgἐλατῆρε , ἐλατήρdrivermasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλατήρ — driver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… … Dictionary of Greek
ἐλατῆρα — ἐλατήρ driver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατῆρας — ἐλατήρ driver masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατῆρε — ἐλατήρ driver masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατῆρες — ἐλατήρ driver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατῆρι — ἐλατήρ driver masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατῆρος — ἐλατήρ driver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατῆρσι — ἐλατήρ driver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατήρων — ἐλατήρ driver masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)